- υποπλάτιος
- -α, -ο, Νανατ.1. αυτός που βρίσκεται κάτω από το οστό τής ωμοπλάτης2. φρ. α) «υποπλάτιος μυς»ανατ. παχύς μυς που εκτείνεται από τον υποπλάτιο βόθρο στο έλασσον βραχιόνιο όγκωμαβ) «υποπλάτιος βόθρος»ανατ. αβαθής κοίλανση που καταλαμβάνει όλη την πρόσθια επιφανειακή ωμοπλάτηγ) «υποπλάτια αρτηρία»ανατ. κλάδος τής μασχαλιαίας αρτηρίαςδ) «υποπλάτιο νεύρο»ανατ. κλάδος τού βραχιόνιου πλέγματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + πλάτη + κατάλ. -ιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο].
Dictionary of Greek. 2013.